φηλί

φηλί
το, Ν
(μόνον στη φρ.) «είναι φηλί κλειδί» — είναι αχώριστοι φίλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί υποκορ. τής λ. θηλέα / θηλ(ε)ιά / φηλ(ε)ιά, η οποία, εκτός από την κύρια σημ. «βρόχος», μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει γενικά μια κοιλότητα μέσα στην οποία εισέρχεται αντίστοιχη προεξοχή άλλου οργάνου (πρβλ. τη σχετική σημ. τού επιθ. θηλυκός, βλ. και λ. θηλειά) και, επομένως, στην περίπτωση αυτή, στη φρ. φηλί κλειδί η λ. φηλί μπορεί να έχει τη σημ. «κλειδαριά, κλειδαρότρυπα». Ανάλογη χρησιμοποίηση φράσεων όπου αναφέρονται δύο πολύ κοντινά, αναπόσπαστα δεμένα, αντικείμενα για να δηλωθεί η πολύ στενή φιλία παρατηρείται στις φρ. νύχι και κρέας, κώλος και βρακί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Epheliden — Eph|eli̱den, auch: Eph|e̱lides [von gleichbed. gr. ἐϕηλιδες] Mehrz.: Sommersprossen, anlagebedingte, stärker pigmentierte kleine, bräunliche Hautflecken an Körperstellen, die bes. dem Sonnenlicht ausgesetzt sind …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”